ὑποστράτηγον

ὑποστράτηγον
ὑποστράτηγος
subordinate commander
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συντέλεια — η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν [συντελής] (για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῡ ἐνιαυτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. μσν. φρ. «συντέλεια τού κόσμου» α) το τέλος τού κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία β) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία… …   Dictionary of Greek

  • υποστράτηγος — ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ [στρατηγός] νεοελλ. στρ. ανώτατος αξιωματικός τού στρατού, με βαθμό ανώτερο από τού ταξιάρχου και κατώτερο από τού αντιστρατήγου αρχ. αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”